- στείρευμα
- το, Νβλ. στέρεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στείρευμα — στείρευμα, το και στέρεμα, το αποξήρανση πηγής, σταμάτημα ροής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στείρευση — η στείρευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)